-
1 μναμοσύρειν
μναμοσύρειν· τὸ ἐπιτηρεῖν ἢ μεμνῆσθαί τισι, Hsch. [full] μνανόοι· μοῦσαι, μνηστῆρες, Id. (extra ordinem, fort. μνακόοι).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μναμοσύρειν
См. также в других словарях:
μναμοσύρειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἐπιτηρεῑν ἢ μεμνῆσθαί τισι». [ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾱμᾱ, δωρ. τ. τού μνήμη + σύρω] … Dictionary of Greek